- φυσιοκράτης
- ο филос, физиократ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσιοκράτης — ο, Ν 1. ο οπαδός τής φυσιοκρατίας 2. στον πληθ. οι φυσιοκράτες (οικον.) καθεμία από τις ομάδες διανοητών τού 18oυ αιώνα οι οποίοι πρέσβευαν ότι η γη και η αγροτική παραγωγή είναι η μοναδική πηγή πλούτου και ευημερίας τών λαών και οι οποίοι… … Dictionary of Greek
φυσιοκράτης — ο 1. ο οπαδός της φυσιοκρατίας (βλ. λ.). 2. στον πληθ., φυσιοκράτες οι οικονομολόγοι που ακολουθούν τα διδάγματα παλιάς σχολής της πολιτικής οικονομίας (Γάλλων κυρίως οικονομολόγων του 18ου αι.), που θεωρούσε κύρια πηγή πλούτου και ευημερίας των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
φυσιοκρατία — Οικονομική και πολιτική σχολή που παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά τα μέσα του 18ου αι. Η ονομασία φυσιοκράτες δόθηκε στους οπαδούς της σχολής αυτής από έναν από τους πρώτους εκπροσώπους της, τον Πιερ Σαμουέλ Ντι Πον ντε Νεμούρ. Ιδρυτής και κύριος… … Dictionary of Greek
φυσιοκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιοκρατία (βλ. λ.). 2. ο οπαδός της φυσιοκρατίας, ο φυσιοκράτης. 3. αυτός που ακολουθεί τη θεωρία των φυσιοκρατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)